Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καλαμαύλης
καλαμαυλητής
καλαμεύς
καλαμ·αυλητής,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰᾰ
]
c. le préc.
Hédyl.
(
Ath.
176
d
).
Étym.
κ. αὐλητής
.