καλαμεύς

καλαμευτής

καλάμη
καλαμευτής, οῦ () [ᾰᾰ] moissonneur, Thcr. 5, 111.
Étym. καλάμη.
καλαμευτής, οῦ () [ᾰᾰ] pêcheur à la ligne, Anth. 6, 167.
Étym. κάλαμος.