καλαμήτρια

καλαμηφάγος

καλαμηφορέω-ῶ
καλαμη·φάγος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] qui mange ou détruit le chaume, la paille, Anth. 6, 65.
Étym. καλάμη, φαγεῖν.