Καλαθίνη

καλαθίσκος

καλαθοειδής
καλαθίσκος, ου () [ᾰᾰ]
1 petite corbeille, petit panier de femme, Ar. Lys. 536, 579 ; Th. 822 ||
2 sorte de danse, Apolloph. (Ath. 467f).
Étym. κάλαθος.