καλλικρήδεμνος

καλλίκρηνος

Καλλικρίτη
καλλί·κρηνος, dor. καλλί·κρανος, ος, ον [] à la belle source, ou p.-ê. qui est une belle source, Pd. fr. 211.
Étym. κ. κρήνη.