Καλλιόπεια

καλλιόπη

Καλλιόπη
καλλι·όπη, ης, seul. dor. καλλι·όπα, ας, adj. f., qui a une belle voix, qui résonne agréablement, Thcr. Syr. 19.
Étym. κ. ὄψ.