καλλίπεπλος

καλλιπέταλον

καλλιπέτηλος
καλλι·πέταλον, ου (τὸ) [ῐᾰ] quintefeuille, plante, Diosc. 4, 42 ; v. πεντάφυλλον.
Étym. κ. πέταλον.