καλλιπρόσωπος

καλλίπρῳρος

καλλίπυγος
καλλί·πρῳρος, ος, ον :
1 à la belle proue, Eur. Med. 1335 ||
2 à l’aspect gracieux, de belle apparence, Eschl. Sept. 533, etc.
Étym. κ. πρῷρα.