καλλιπέτηλος

καλλίπηχυς

Καλλιπίδαι
καλλί·πηχυς, -πήχεως (ὁ, ἡ) []
1 aux beaux coudes, Eur. Tr. 1194 ||
2 aux beaux bras, Alciphr. 3, 67.
Étym. κ. πῆχυς.