καλλίροος

καλλιρρημοσύνη

καλλιρρήμων
καλλιρρημοσύνη, ης ()
1 parole élégante, DH. Thuc. 23 ||
2 parole facile, volubilité de parole, Luc. D. deor. 21, 2.
Étym. καλλιρρήμων.