καλλίσταχυς

καλλιστεῖον

καλλίστερνος
καλλιστεῖον, ου (τὸ)
1 prix de la beauté, Eur. I.T. 23 ; Luc. D. deor. 20, 1, etc. ||
2 prix de la valeur, du mérite, Soph. Aj. 435.
Étym. κάλλιστος.