καλλιτράπεζος

καλλίτριχον

καλλίτριχος
καλλί·τριχον, ου (τὸ) [ῐχ] capillaire, plante, Diosc. 4, 136 ; El. N.A. 1, 35 ; Gal. 14, 321, etc. (neutre de καλλίτριχος 2).