Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλο·διδάσκαλος,
ου
[
κᾰκᾰ
]
adj. m.
qui enseigne le bien,
NT.
Tit.
2, 3
.
Étym.
κ. διδάσκαλος
.