καλοκἀγαθέω-ῶ

καλοκἀγαθία

καλοκἀγαθικός
καλο·κἀγαθία, ας () caractère et conduite d’un homme καλὸς κἀγαθός, parfaite honnêteté, probité scrupuleuse, Xén. Mem. 1, 6, 14 ; Cyr. 8, 4, 34 ; Arstt. Nic. 4, 7 ; 10, 10 ; Ar. fr. 1 ; p. opp. à κακία, Isocr. 2b ; à πονηρία, Dém. 777, 5 ; à ῥᾳδιουργία, Xén. Ages. 11, 6.
Étym. καλός, κἀγαθός.