Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καλοπόδιον
καλοποιέω-ῶ
καλοποιός
καλοποιέω-ῶ
[
ᾰ
] faire le bien, faire du bien,
Spt.
Lev.
5, 4 ;
NT.
2 Thess.
3, 13
.
Étym.
καλοποιός
.