κάλτιος

καλύϐη

καλύϐιον
καλύϐη, ης () [ᾰῠ]
1 cabane, hutte, Hdt. 5, 16 ; Thc. 1, 133 ; 2, 52 ; Thcr. 21, 7 ||
2 couverture, A. Rh. 1, 775.
Étym. pré-grec.