Καλύκη

καλυκοστέφανος

καλυκώδης
καλυκο·στέφανος, ος, ον [ᾰῠᾰ] couronné de boutons de fleurs, particul. de boutons de roses, Anth. 6, 55 ; Poèt. (Plut. M. 993e).
Étym. κάλυξ, στέφανος.