καλυκώδης

καλυκῶπις

καλύκωσις
καλυκ·ῶπις, ιδος [ᾰῠῐδ] adj. f. au teint frais comme un bouton de rose, Hh. Cer. 8, 420, etc. ; Orph. H. 78, 2.
Étym. κάλυξ, ὤψ.