καλυπτήρ

καλυπτός

καλύπτρα
καλυπτός, ή, όν []
1 couvert, Soph. fr. 479 ; avec le dat. Ar. Th. 890 ||
2 qui recouvre, Soph. Ant. 1011.
Étym. vb. de καλύπτω.