Καμπανοί

καμπεσίγυιος

καμπή
καμπεσί·γυιος, ος, ον [σῐ] qui plie les membres ; καμπεσίγυια παίγνια, Orph. (Clém. p. 15) poupées articulées, à membres flexibles.
Étym. κάμπτω, γυῖον.