καμπτικός

καμπτός

κάμπτριον
καμπτός, ή, όν :
1 recourbé ; ὁ κ. Aqu. Prov. 2, 9, c. καμπτήρ ||
2 flexible, Plat. Tim. 44e ; Arstt. Meteor. 4, 9.
Étym. vb. de κάμπτω.