Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Καμέριοι
καμήλειος
καμηλέμπορος
καμήλειος,
α, ον
[
κᾰ
] de chameau,
Porph.
Abst.
1, 14
.
Étym.
κάμηλος
.