καμηλίζω

καμηλίτης

καμηλοϐάτης
καμηλίτης, ου [ᾰῑ]
1 conducteur de chameaux, Arstt. H.A. 9, 47, 1, etc. ||
2 qui monte un chameau, Hld. 10, 5 ; Hdn 4, 15, 2 ||
3 c. καμηλέμπορος, Str. 39, 748.
Étym. κάμηλος.