καμηλοϐοσκός

καμηλοπάρδαλις

καμηλοπόδιον
καμηλο·πάρδαλις, εως () [κᾰδᾰ] girafe (propr. chameau-panthère) DS. 2, 51 ; Ath. 201c ; Hld. 10, 27, etc.
Étym. κ. πάρδαλις.