κἄνις

κανίσκιον

κάνιστρον
κανίσκιον, ου (τὸ) [] petite corbeille, petit panier, Ar. (Com. fr. 2, 1010, 13) ; Ptol. (Ath. 229d) ; Babr. 11.
Étym. dim. de κάνεον.