κανονίς

κανόνισμα

κανονισμός
κανόνισμα, ατος (τὸ) [κᾰ]
1 règle pour le papier, Anth. 6, 295 ||
2 règle grammaticale, Eust. p. 439, 26.
Étym. κανονίζω.