κανητοποιός

κανηφορέω-ῶ

κανηφορία
κανηφορέω-ῶ []
1 porter une corbeille, Phil. 1, 686, 2, 55, etc. ||
2 particul. être canéphore, v. κανηφόρος, Ar. Lys. 646, etc. ; Plut. M. 772a.
Étym. κανηφόρος.