καπνέλαιον

κάπνεος ἄμπελος

κάπνεως ἄμπελος
κάπνεος ἄμπελος () sorte de vigne, dont le raisin a une couleur de fumée, Arstt. G.A. 4, 4, 12.
Étym. καπνός, cf. κάπνιος.