καπνίζω

κάπνιος

κάπνισις
κάπνιος, ος, ον :
1 de couleur fuligineuse : ἄμπελος, Th. H.P. 2, 3, 2, c. κάπνεως ||
2 subst. ἡ κ. fumeterre (cf. lat. fumaria) plante, Diosc. 4, 110.
Étym. καπνός.