Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
καπυρίδια,
ων
(
τὰ
) [
ᾰῠῐδ
] sorte de gâteaux,
Ath.
113
d
.
Étym.
καπυρός
.