καπηλεία

καπηλεῖον

καπηλευτικός
καπηλεῖον, ου (τὸ) [] boutique de vin et d’épicerie, cabaret, Soph. fr. 635 ; Ar. Eccl. 154 ; Isocr. 149d, etc.
Étym. κάπηλος.