καραϐίς

καραϐοειδής

καραϐοπρόσωπος
καραϐο·ειδής, ής, ές [ᾱᾰ] semblable à un escarbot ou à un homard, Arstt. H.A. 4, 2, 21, etc.
Étym. κ. εἶδος.