καρανιστήρ

καρανιστής

κάρανον
καρανιστής, οῦ [ᾰᾱ] adj. m. qui arrache la tête, c. à d. la vie, Eur. Rhes. 817.
Étym. *καρανίζω de κάρα, cf. κάρηνον.