καρδιοϐόλος

καρδιογνώστης

καρδιόδηκτος
καρδιο·γνώστης, ου, adj. m. qui connaît le fond des cœurs, NT. Ap. 1, 24 ; Clém. Str. 2, 13, § 56.
Étym. κ. γιγνώσκω.