καρκινόω-ῶ

καρκινώδης

καρκίνωμα
καρκινώδης, ης, ες :
1 semblable au crabe, Arstt. P.A. 4, 8 ; Plut. M. 980b ||
2 cancéreux, Gal. 18, 80.
Étym. καρκίνος, -ωδης.