καρπιστής

καρποϐάλσαμον

καρπόϐρωτος
καρπο·ϐάλσαμον, ου (τὸ) fruit du baumier, Diosc. 1, 18 ; Gal. 13, 915, etc.
Étym. κ. βάλσαμον.