Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρποδότης
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολογία,
ας
(
ἡ
) récolte de fruits, récolte,
Geop.
10, 78, 1
.
Étym.
καρπολόγος
.