κάρρον

κάρρων

Κάρρωτος
κάρρων, ων, ον, gén. ονος, meilleur, plus fort, T. Locr. 194c ; Epich. fr. 115 Ahrens ; Anth. 7, 413, dor. c. κρείσσων.
Étym. p. *κάρτϳων, d’où *κάρσ(σ)ων ; cf. καρτερός, κράτος.