Καρτέρια

καρτερικός

καρτερικῶς
καρτερικός, ή, όν :
1 ferme, patient, dur au mal, Isocr. 23e, 181c ; Arstt. Nic. 7, 7 ; κ. πρός τι, Xén. Mem. 1, 2, 1, capable de supporter qqe ch. ||
2 p. suite, persévérant, en parl. de pers. et de choses, Plat. Def. 412a ||
Sup. -ώτατος, Xén. l. c.
Étym. καρτερός.