κᾶρυξ

καρυοκατάκτης

κάρυον
καρυο·κατάκτης, ου () [ᾰῠᾰτ] casse-noix, casse-noisettes, Pamphil. (Ath. 53b).
Étym. κάρυον, κατάγνυμι.