καρηϐαριάω-ῶ

καρηϐαρικός

καρηκομάω
καρηϐαρικός, ή, όν [ᾰᾰ]
1 qui rend la tête lourde, Hpc. (Ath. 45f) ||
2 sujet au mal de tête, Hpc. Epid. 3, 1002.
Étym. καρηϐαρής.