κασία

κασιγνήτη

κασίγνητος
κασι·γνήτη, ης () [] sœur, Il. 4, 441 ; Od. 4, 810 ; fig. Hippon. (Ath. 78c) ; Anth. 6, 248.
Étym. fém. de κασίγνητος.