Κασταναία

κασταναϊκός

καστανέα
κασταναϊκός, ή, όν [τᾰᾰ] de châtaigne ; κασταναϊκὸν κάρυον, Th. H.P. 4, 8, 11 ; DS. 2, 50, châtaigne.
Étym. κάστανον.