καστανέα

καστάνειος

καστανεών
καστάνειος, α, ον [τᾰ] de châtaigne, Diosc. Eup. 2, 47 ; Gal. 6, 431 ; subst. τὸ καστάνειον, châtaigne, Agéloch. (Ath. 54b).
Étym. κάστανον.