καταϐατέον

καταϐάτης

καταϐατικός
καταϐάτης, ου () [ϐᾰ] propr. qui descend, guerrier qui combat sur son char ou à pied, selon le besoin, Plat. Criti. 119b.
Étym. καταϐαίνω, v. καταιϐάτης.