καταϐιϐαστέος

καταϐιϐρώσκω

καταϐίνημι
κατα·ϐιϐρώσκω (f. καταϐρώσομαι, ao. 1 κατέϐρωσα, ao. 2 κατέϐρων, pf. καταϐέϐρωκα) avaler, dévorer, engloutir, Hh. Ap. 127 ; Hdt. 4, 199 ; fig. dévorer (son bien, sa fortune, etc.) Att. ; au pass. Palæph. 3, 3.