καταϐίνημι

καταϐιόω-ῶ

καταϐίωσις
*κατα·ϐιόω-ῶ (f. καταϐιώσομαι, ao. 1 κατεϐίωσα, ao. 2 κατεϐίων) vivre jusqu’au bout : βίον, Plat. Prot. 355a, Rsp. 578c, passer sa vie ; abs. Pol. 12, 28, 6 ; Plut. Dem. 24.