καταϐλητέον

καταϐλητικός

καταϐληχάομαι-ῶμαι
καταϐλητικός, ή, όν, qui a la propriété ou la force de renverser, Xén. Eq. 8, 11 ; avec un gén. DH. Thuc. 19.
Étym. καταϐάλλω.