καταϐολή

καταϐόλος

καταϐορϐορόω-ῶ
καταϐόλος, ου ()
1 lieu où l’on peut jeter l’ancre, port, mouillage, EM. 336, 21 ||
2 parc aux huîtres, Xénocr. Al. 53.
Étym. καταϐάλλω.