καταϐόσκω

καταϐόστρυχος

καταϐοστρυχόω-ῶ
κατα·ϐόστρυχος, ος, ον [] aux boucles pendantes, Eur. Ph. 148 ; Aristén. 2, 19.
Étym. κ. βόστρυχος.